αέρας

αέρας
Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η άνεση που έχει κάποιος στη δουλειά που γνωρίζει καλά. Το πλαστό, το ψεύτικο, το αβάσιμο. Η θέα, η άποψη. Κάτι πολύ λεπτό, διαφανές. Η πλασματική αγοραπωλησία στο χρηματιστήριο. Το τετράγωνο ιερό άμφιο με το οποίο σκεπάζεται το Άγιο Ποτήριο και ο Άγιος Δίσκος. Μακρύ ραβδί με ριπίδιο που χρησιμοποιείται από τους καντηλανάφτες για να σβήνουν τα καντήλια και τα κεριά. Ριπίδιο με το οποίο κάνουν α. στα νωπά χρώματα. Το σκοινί που συνδέει τον κεντρικό στύλο του αλωνιού με το ζώο που αλωνίζει. Ο γύρος του αντρικού καπέλου. Η ελάχιστη διαφορά που επιτρέπεται στις αναλογίες ή ποσότητες ή περιεκτικότητες χημικών ενώσεων ή κραμάτων. Αδιαθεσία λεχώνας (μάτιασμα). Η καχεξία των σπαρτών που οφείλεται σε άγνωστη ασθένεια. Το ρεύμα του α. που δημιουργείται από κινούμενο σώμα. (Πληθ.) αέρηδες: δύο σκοινιά που στηρίζουν πλευρικά το πάνω μέρος του ιστού των πλοίων. Ο ελεύθερος χώρος στο πάνω μέρος μιας οικοδομής. Η προσαύξηση της αξίας μιας επιχείρησης από την καλή τοποθεσία που βρίσκεται, τη φήμη της, την πελατεία της, τον μεγάλο τζίρο και που αναγνωρίζεται ως περιουσιακό της στοιχείο. Η απειροελάχιστη διαφορά ανάμεσα σε δύο εργαλεία, κομμάτια μηχανών, πώματα κλπ. που το ένα περιέχεται μέσα στο άλλο. ατμοσφαιρικός α.Μείγμα αερίων που αποτελείται περίπου κατά τα 4/5 από άζωτο και κατά το 1/5 από οξυγόνο, με επιπλέον μικρές ποσότητες ευγενών αερίων, διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών. Ένα λίτρο α. θερμοκρασίας Ο°C και πίεσης 760 mm Hg ζυγίζει 1,2928 γρ. Έως τον 18ο αι. θεωρούσαν τον α. απλό στοιχείο και μόνο από το 1770, όταν o Βίλχελμ Σέελε απομόνωσε από αυτόν το άζωτο, αναγνώρισαν τη φύση του ως μείγματος αερίων. Ο Λαβουαζιέ το 1775, ενώ προωθούσε τις έρευνές του πάνω στην καύση, κατόρθωσε να βρει την ακριβή αναλογία αζώτου και οξυγόνου στον α. Το 1785 ο Κάβεντις παρατήρησε ότι, εκτός από άζωτο και οξυγόνο, ο α. αποτελείται και από άλλα συστατικά· στην πραγματικότητα, μετά τον διαχωρισμό, με κατάλληλα μέσα, του οξυγόνου, του αζώτου, του διοξειδίου του άνθρακα, των υδρατμών και των προσμείξεων, παρέμενε και ένα μικρό υπόλειμμα, που έφτανε στο 1/120 του αρχικού όγκου. Ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα, o λόρδος Ρέιλι και ο Ράμσεϊ ανακάλυψαν ότι το μικρό αυτό υπόλειμμα το αποτελούσαν έξι στοιχεία, που ονομάστηκαν ευγενή αέρια επειδή τους έλειπε η χημική δραστικότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι η σύσταση του α. διατηρείται σταθερή παρά τη συνεχή κατανάλωση οξυγόνου και αζώτου. Επιτελείται πράγματι στην ατμόσφαιρα ένας κύκλος του αζώτου και ένας κύκλος του οξυγόνου. Τo οξυγόνο καταναλώνεται σε όλες τις οξειδώσεις και στην αναπνοή, το προσφέρουν όμως πάλι στην ατμόσφαιρα τα φυτά στη διάρκεια της φωτοσύνθεσης. Η σύσταση του α. δεν είναι σταθερή στα διάφορα ύψη· μετά τα 10.000 μ. αλλάζει απότομα: ελαττώνονται τα βαρύτερα αέρια συστατικά, ενώ αντίστοιχα αυξάνουν τα ελαφρύτερα. Δεν υπάρχει τέλειος διαχωρισμός των διαφόρων αερίων συστατικών που απαρτίζουν τον α., εξαιτίας της ιδιότητας διάχυσης του οξυγόνου και του αζώτου, γεγονός που εξηγείται με την κινητική θεωρία των αερίων (βλ. λ. αέριο). Πολλές έρευνες γίνονται σήμερα σχετικά με τη μόλυνση του α. των μεγάλων πόλεων από τα καυσαέρια των μηχανών εκτόνωσης και από τα εργοστάσια. Άλλη αιτία ανησυχίας και έρευνας είναι η επίπτωση των ραδιενεργών καταλοίπων των πυρηνικών εκρήξεων. κλιματιζόμενος α.(air conditioned).Ατμοσφαιρικός α. o οποίος με διάφορες επεξεργασίες έχει αποκτήσει τις επιθυμητές συνθήκες καθαρότητας, υγρασίας και θερμοκρασίας. Στις επεξεργασίες αυτές του αέρα (βλ. λ. κλιματισμός) προσφεύγουμε για να πετύχουμε ένα άνετο περιβάλλον στην καθημερινή ζωή (τόσο σε δημόσιους χώρους, αίθουσες γραφείων, βιομηχανίες, κατοικίες κλπ. όσο και σε χώρους κατάλληλους για την πραγματοποίηση εργασιών που απαιτούν καθορισμένες συνθήκες περιβάλλοντος). Ο κλιματισμός του α. γίνεται με ειδικές συσκευές (air condition), μέσα από τις οποίες περνάει ο ατμοσφαιρικός α. και ύστερα διοχετεύεται στον χώρο για τον οποίο προορίζεται. υγρός α.Ο α., αφού ψυχθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες και κάτω από υψηλές πιέσεις, μπορεί να υγροποιηθεί και να διατηρηθεί σε δοχεία με διπλά επαργυρωμένα τοιχώματα, μεταξύ των οποίων υπάρχει κενό (δοχεία Ντιούαρ). Η υγροποίηση του α. εφαρμόζεται στη βιομηχανία για την παραγωγή του αζώτου. Τα υλικά που εμβαπτίζονται σε υγρό αέρα παθαίνουν ριζικές μεταβολές στη φυσική τους κατάσταση, εξαιτίας της πολύ χαμηλής θερμοκρασίας στην οποία υποβάλλονται. Μετά την εμβάπτιση γίνονται τόσο εύθραυστα, ώστε θρυμματίζονται ευκολότατα. Η συσκευή του Λαβουαζιέ ήταν η πρώτη διάταξη για την ανάλυση του αέρα. Εγκατάσταση παραγωγής υγρού αέρα. Δοχείο με υγρό αέρα.
* * *
και αγέρας, ο [AM ἀὴρ (-έρος), στα Α και ιων. ἠήρ, αιολ. αὐήρ, δωρ. ἀβήρ
στον Όμηρο και Ησίοδο θηλ, από τον Ηρόδ. κ. εξ. αρσ.]
1. το μίγμα τών αερίων που περιβάλλει τη γη
2. γεν. η ατμόσφαιρα, ο αέρας που περιβάλλει τη γη και, κατά τη λαϊκή αντίληψη, το κενό πάνω από αυτήν
3. οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου, η υγιεινή κατάσταση, το κλίμα του (στα αρχ. στον πληθ.)
4. για δυσώδεις ή μη αναθυμιάσεις, απόπνοιες
εκκλ. το τετράγωνο υφασμάτινο κάλυμμα τού Αγίου Δίσκου
νεοελλ.
1. ρεύμα αέρα, άνεμος
2. το ψυχολογικό κλίμα που επικρατεί κάπου (σε τόπο, συγκεντρώσεις κ.λπ.)
3. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, ύφος, όψη, τρόποι, παρουσιαστικό
4. κομψότητα, χάρη, γοητεία, άνεση («σού έχει έναν αέρα!»)
5. αγέρωχο ύφος, τόλμη, θάρρος
6. έπαρση, θράσος, αυθάδεια («παραπήρες αέρα και πρέπει κάποιος να στόν κόψει!»)
7. η έκφραση τής ψυχικής διαθέσεως κάποιου
8. εμπειρία, ικανότητα, επιτηδειότητα, ευχέρεια
9. ελαφρότητα, λεπτότητα ή διαφάνεια
10. η απειροελάχιστη διαφορά, που χρειάζεται για να συμπληρωθεί το κανονικό ή το απαιτούμενο, προκειμένου να εκτελεσθεί μια πράξη ή να συμβεί κάτι
11. οτιδήποτε μη αληθινό, μη χειροπιαστό (όπως ο αέρας), ψευδές, αναληθές, αβάσιμο, ανεκτέλεστο
12. εικονική, πλασματική αγοραπωλησία τίτλων, συναλλάγματος, προϊόντων κ.λπ. στο χρηματιστήριο (πρβλ. αεριτζής)
13. α) η προσαύξηση τής αξίας μιας επιχειρήσεως ένεκα τής καλής της τοποθεσίας, τής φήμης της, τής μεγάλης πελατείας κ.ά., που αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία αυτής
β) το ποσόν που, σε περίπτωση εκχωρήσεως επιχειρήσεως, καταστήματος κ.ά., προστίθεται στην αντικειμενική αξία χώρου, εγκαταστάσεων ή εμπορευμάτων και οφείλεται στη φήμη ή την πελατεία τούς
14. η αποζημίωση που παρέχεται από τους ιδιοκτήτες ή από τρίτους σε μισθωτές καταστημάτων ή οικιών, οι οποίοι προστατεύονται από το ενοικιοστάσιο, για να λύσουν την αναγκαστική παράταση τής μισθώσεως
15. ο ελεύθερος χώρος πάνω από οικοδομή και το δικαίωμα ανέγερσης οριζόντιας ιδιοκτησίας σ’ αυτόν
16. θέα, άποψη
17. ο γύρος τού καπέλου (αλλ. μπορ)
18. μακρόστενη ράβδος με ριπίδιο στο πάνω άκρο της για το σβήσιμο τών καντηλιών
19. (στη ζωγρ.) είδος βεντάλιας, με την οποία αερίζουν τα νωπά χρώματα, μόλις αγγίζοντάς τα, για να στρώσουν
20. αδιαθεσία τής λεχώνας, που προέρχεται από μάτιασμα (συνήθως με το επίθ. κακός)
21. καχεξία τών σπαρτών, που προέρχεται από απροσδιόριστη ασθένεια
22. το σχοινί, το οποίο συνδέει τον κεντρικό στύλο τού αλωνιού με το ζώο που αλωνίζει
23. ρεύμα αέρα, που προκαλείται από κινούμενο σώμα
24. (στον πληθ. ως ναυτ. όρος) οι αέρηδες
τα δύο σχοινιά, με τα οποία στηρίζεται πλευρικά το πάνω μέρος τού ιστού πλοίου
25. (ως επιφών.) αέρα! α) πολεμική κραυγή τού ελληνικού στρατού κατά τις εφόδους του στους Βαλκανικούς πολέμους και τον πόλεμο τού 40-41
β) κραυγή αποδοκιμασίας κατά τις διαδηλώσεις
26. φρ. «αέρας κοπανιστός» ή «καβουρντιστός» ή «τηγανητός», α) λόγια ή υποσχέσεις χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, κενά λόγια, αερολογίες
β) οτιδήποτε ανύπαρκτο ή απραγματοποίητο
«βγάζω αέρα», αποπέρδομαι ή ρεύομαι
«βάζει» ή «βγάζει» ή «πιάνει» ή «σηκώνεται αέρας», αρχίζει να φυσάει άνεμος
«δίνω (πολύ) αέρα σε κάποιον», τού φέρομαι ελαστικά, τού δείχνω μεγάλη οικειότητα
«δίνω τον αέρα σε κάποιον», τόν διώχνω
«ζω με τον αέρα» ή «με αέρα», α) τρώγω λίγο ή καθόλου
β) είμαι άπορος, πάμφτωχος
«κάνω αέρα», παράγω αέρα με τεχνητό τρόπο (φύσημα, βεντάλια κ.λπ.)
«κατά τον αέρα που θα φυσήσει», ανάλογα με τη φορά, την έκβαση τών πραγμάτων
«κόβει» ή «παύει» ή «πέφτει ο αέρας», σταματά να φυσάει
«κόβω τον αέρα κάποιου», τόν αποθαρρύνω
«κοπανίζω αέρα», ματαιοπονώ
«κουβεντιάζω στον αέρα» ή «τού αέρα», μωρολογώ, αερολογώ
«κυνηγάει τον αέρα», λέγεται για ικανούς, για επιδέξιους σε κάτι
«λόγια τού αέρα», μάταια, αβάσιμα ή ασήμαντα λόγια, αερολογίες
«να δούμε τί αέρας φυσάει», να βολιδοσκοπήσουμε τα πράγματα ή τις σκέψεις τών άλλων
«παίρνω αέρα» και «παίρνει το κεφάλι μου» ή «το μυαλό μου» ή «ο νους μου αέρα», γίνομαι θρασύς, αποθρασύνομαι
«παίρνω (τον) αέρα (μου)», εισπνέω καθαρό αέρα στο ύπαιθρο, αναζωογονούμαι, ξεσκάω
«παίρνω τον αέρα κάποιου», τού αφαιρώ κάθε δυνατότητα επιβολής ή ελέγχου επάνω μου
«πήρε η πορδή του αέρα», ακόμη κι αυτός ο τιποτένιος περηφανεύτηκε
«πήγε κάτι στον αέρα», χάθηκε άδικα, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα
«χτίζω» ή «ψαρεύω στον αέρα», ματαιοπονώ
αρχ.-μσν.
θερμαινόμενο δωμάτιο στα λουτρά
αρχ.
1. αχλύς, ομίχλη, καταχνιά
2. (στη Στερεομετρία) όγκος
3. μια χρωστική ουσία, χρώματος γκρίζου ή γαλάζιου
4. (προσωπ.) ο Ἀήρ*
5. φρ. «δέρω εἰς τὸν αέρα», σκιαμαχώ
«πρὸς τὸν ἀέρα διατρίβω», διαμένω στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀήρ, κατά την πιθανότερη ετυμολογία (τού Meillet), παράγεται από αρχ. τ. ἀFήρ (πρβλ. αιολ. αὔηρ, δωρ. ἀβήρ) που συνδέεται με το (F)είρω «αίρω, ανυψώνω». (Η αρχ. ρίζα είναι *αFερ-, απ’ όπου το αFερ-yō > αFείρω το ἀFηρ-, ως εκτεταμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρ., και πιθανώς το αὔρα (< αὔρ-α), αν δεν προέρχεται από ἄFημι -αFρα / αὔρα). Σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή – που εμφανίζει ορισμένες δυσχέρειες ως προς την ερμηνεία τού μακρού - (ἀὴρ) – η λ. αρχικά θα σήμαινε «άρση, ανύψωση, ανέβασμα (στον ουρανό)» (πρβλ. ανάλογη ετυμολογική - σημασιολογική σχέση μεταξύ γερμ. Luft «αέρας» και αγγλ. lift «σηκώνω, ανυψώνω»). Έτσι ερμηνεύεται η παλαιότατη σημασία τής λ. στον Όμηρο (Ιλ. Ξ 288) και στον Ησίοδο (Έργα 549-553), που δηλώνει «την ομίχλη και ιδιαίτερα τους ατμούς που ανεβαίνουν από το έδαφος και αιωρούνται στο κατώτερο τμήμα τής ατμοσφαίρας» (Chantraine), εν αντιθέσει προς το ανώτερο τμήμα τής ατμοσφαίρας, τον αιθέρα. Τέλος, ο τ. ἀὴρ (και γεν. ἀέρος), αντί τού κανονικού *ἠὴρ (πρβλ. γεν. ἠέρος), προήλθε με ανομοίωση, για ν' αποφευχθούν τα δύο αλλεπάλληλα ηη (ἠήρ).
ΠΑΡ. αερίζω, αέρινος, αέριος
αρχ.
ἀερόεις, ιων. ἠερόεις, ἀερόθεν νεοελλ. αεράτος, αεριτζής, αερολογώ, αερού, αερούδι.
ΣΥΝΘ. αεροβάτης, αερόβιος, αεροδόνητος, αεροδρόμος, αεροειδής, αερομαντεία, αερομαχία, αερομετρώ, αερομιγής, αερομιχλώδης, αερονόμος, αεροπετής, αεροπόρος, αεροφυής, αερόχρους
αρχ.
ἀερολέσχης, ἀερομέλι, ἀερόμυθος, ἀερονηχής, ἀεροπέτης, ἀερόπλανος, ἀεροτόμος, ἀερόφοβος, ἀερόφοιτος, ἀεροφόρητος
μσν.
ἀεροβάμων, ἀερόγραπτος. ἀερόβατος, ἀεροδινής, ἀεροδονοῦμαι, ἀερόμαντις, ἀερόπους
νεοελλ.
αεράγημα, αεραγωγός, αεραέριο, αεραιμία, αεράκατος, αεράμυνα, αεραντλία, αεραπόβαση, αεραποθήκη, αερασθένεια, αερατμός, αερεισπνοή, αερέλκυθρο, αερεντερεκτασία, αερηθμός, αεριοαναλυτής, αερογραφία, αεροανυψωτήρας, αεροβίωση, αεροβολίδα, αεροβόλιση, αεροβόλος, αεροβόρος, αεροβότανο, αερογάμης, αερογαμία, αερογαστρία, αερογεμίζω, αερογέννητος, αερογέφυρα, αερογνωσία, αερόγραμμα, αερογραφία, αερογράφος, αεροδείκτης, αεροδέρνω, αεροδιάλυτος, αεροδιαστημικός, αεροδιαχωριστής, αεροδίνη, αεροδίνητος, αεροδόκη, αεροδονταλγία, αεροδοχείο, αεροδόχος, αεροδροσίζομαι, αεροδυναμική, αεροεξαγωγός, αεροεξπρές, αεροζωγραφική, αεροηλιοθεραπεία, αεροηλιοθεραπευτήριο, αεροηλιόλουτρο, αεροθάλαμος, αεροθεραπεία, αεροθεραπευτήριο, αεροθερμαγωγός, αεροθέρμανση, αεροθερμαντήρας, αεροθερμοθεραπεία, αερόθερμος, αεροθλίπτης, αεροϊατρική, αεροκαθαριστής, αεροκατάποση, αεροκατοπτρισμός, αερόκενος, αεροκήλη, αεροκιβώτιο, αεροκινητήρας, αεροκίνητος, αεροκοπανίζω, αεροκόπος, αεροκουβέντα, αεροκουβεντιάζω, αεροκουνώ, αεροκρέμαστος, αεροκτίζω, αερολάμνω, αερολέσχη, αεροληψία, αερολιμένας, αερόλογο, αερολόγος, αερόλουτρο, αερόλυμα, αερομαγνητικός, αερομαγνητόμετρο, αερομάντης, αερομέταλλο, αερομέτρημα, αερομέτρης, αερόμετρο, αερομηχανική, αερομίχλη, αερομοντελισμός, αερόμορφος, αερομπετόν, αερόμυαλος, αερόμυλος, αεροναυαγός, αεροναυαγοσωστικός, αεροναυμαχία, αεροναυπηγικός, αεροναύτης, αεροναυτία, αεροναυτική, αεροναυτιλία, αερόνεφος, αερονομία, αερόνους, αεροπαγής, αεροπαίρνω, αερόπαυση, αεροπέδη, αεροπειρατεία, αεροπιάνομαι, αεροπίεση, αεροπιεσοθεραπεία, αεροπιεστήριο, αεροπιστολιά, αεροπλανής, αεροπλάνητος, αερόπλαστος, αεροπλευρία, αεροπλέω, αεροπληθής, αεροπληθυσμογράφος, αεροπλοΐα, αερόπλοιο, αερόπνευστος, αεροποδήλατο, αεροποιώ, αεροπόταμος, αεροπότης, αεροπροσγειούμαι, αερορεύματα, αεροσεισμική, αεροσέρνομαι, αεροσίφωνας, αερόσκαλα, αεροσκάφος, αεροσκόπιο, αεροσκόπος, αεροσκυρόδεμα, αεροσούρι, αεροσπορά, αεροστάθμη, αεροσταθμώ, αεροσταταετός, αεροστατική, αερόστατο, αεροστεγής, αεροστροβιλίζω, αεροστρόβιλος, αερόστρωμα, αεροσυμπιεστής, αεροσυνακτήρας, αερόσυρτος, αερόσφαιρα, αερόταξη, αεροταχύμετρο, αεροτεχνία, αερότηκτος, αεροτινάζω, αεροτομή, αεροτόπι, αεροτορπίλη, αεροτρεφής, αεροτριπλευρισμός, αεροτροπία, αεροτροπισμός, αερότροφος, αεροτρύπανο, αερότσιχλα, αεροϋδροθεραπεία, αεροϋδροσκάφος, αεροΰφαντος, αεροφαγία, αεροφάγος, αεροφέρνομαι, αεροφίλημα, αερόφιλος, αεροφοβία, αεροφόρος, αεροφράκτης, αερόφρενο, αεροφύσημα, αεροφυσική, αερόφυτος, αερόφωνο, αεροφώς, αεροφωτοαναγνώριση, αεροφωτογράφηση, αεροφωτογραφία, αεροφωτογραφικός, αεροφωτοεξοπλισμός, αεροφωτοεπικάλυψη, αεροφωτοερμήνευση, αεροφωτοθήκη, αεροφωτομηχανή κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αέρας — ο και αγέρας ο 1. ο ατμοσφαιρικός αέρας: Σηκώθηκε αέρας. 2. έπαρση, θράσος: Πήραν αέρα τα μυαλά του. 3. ικανότητα, ευχέρεια: Δεν πήρε ακόμη τον αέρα της δουλειάς. 4. το κέρδος που παίρνει κανείς για την εκχώρηση κάποιου δικαιώματός του: Έδωσε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀέρας — ἀ̱έρας , ἀήρ Aër. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… …   Dictionary of Greek

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”